- ιρήν
- ἰρήν, -ένος, ὁ (Α)βλ. είρην.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰρήν — εἴρην Lacedaemonian youth who had completed his twentieth year masc nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱρήν — Ἱρή fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱρήν — ἱερός filled with fem acc sg (epic ionic) ἱρός filled with fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴρην — Ἴρη fem acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είρην — εἴρην και ἰρήν (ἰρένος), ο (Α) Σπαρτιάτης που είχε συμπληρώσει το εικοστό έτος τής ηλικίας του και είχε την επίβλεψη τών νεωτέρων … Dictionary of Greek
τριτίρενες — οἱ, Α οι (ε)ἴρενες τού τρίτου έτους, εκείνοι που είχαν θητεία τριών ετών στις τάξεις τών νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + εἰρήν / ἰρήν, ενος «νεαρός Σπαρτιάτης»] … Dictionary of Greek